ψυχοπαραδίνω

ψυχοπαραδίνω
Ν
(αμτβ.) βρίσκομαι σε επιθανάτια αγωνία, είμαι έτοιμος να παραδώσω το πνεύμα μου, να πεθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παραδίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγγελιάζω — [αγγελίζω] 1. τρομάζω κάποιον 2. εξασθενώ, αδυνατίζω 3. (μέσο) βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, ξεψυχώ, ψυχοπαραδίνω …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”